veils 2001
This is a work “on the limit”. It is placed at the limit of what is considered traditional canvas painting and of what can be called installation, including the third dimension and transferring to the spectator a central role. But it can also be characterized “on the limit” because it is about limits, because it defines them, it penetrates them, it dilates them and it reveals them as autonomous and secret spaces, where events of other, parallel worlds are taking place.
The spectator obtains a central position, as it is he, who activates these parallel secret worlds, which remain at a second level, at the darkness, until the spectator’s movement reveals, illuminates the other dimension, until he discloses the dilatation of the limit. The spectator becomes a participant, the esthetical distance is reconsidered; the first level provokes the spectator to come closer and, finally, it incorporates him, it swallows him and as for the second level it can only be accessed and revealed to him through elements that interfere, mediate.
Έρευνα πάνω στη διαστολή του ορίου του πίνακα και την συμμετοχή του θεατή σ’ αυτή τη διαδικασία.
Η συνδρομή του «παρατηρητή» είναι καθοριστική στην λειτουργία του έργου. Χωρίς ηδονοβλεψία δεν υπάρχει ζωγραφική διαβεβαιώνει ο Marcel Duchamp. Η ζωγραφική καθοδηγεί τον ερωτισμό μέσα από τη διαδικασία του οράν (voyuerism). Το κλειδί της ερμηνείας είναι το μάτι: αυτό είναι που πρέπει να τοποθετηθεί στην τρύπα της «κλειδαριάς». Είναι οι θεωρίες του voyeur[1], που αντιστοιχούν στη κουλτούρα της όρασης: στον πολιτισμό μας, η όραση ανώτερη από τις υπόλοιπες αισθήσεις, είναι άϋλη και αποστασιοποιημένη. Ο κόσμος που αναπαριστά ο πίνακας ξεδιπλώνεται σε ένα σύμπλεγμα από διαφορετικούς άλλους που καθορίζουν, από μέσα, τους κανόνες προσέγγισής τους, κανόνες που ανατρέπουν την αποστασιοποίηση της όρασης. Με την κίνησή του ο θεατής ενεργοποιεί το εσωτερικό του πίνακα και μετατρέπεται σε «οπτικό μάρτυρα» που ενσωματώνεται στο ενδιάμεσο, στο όριο του πίνακα που διαστέλλεται και τον εμπεριέχει. Η σχέση του θεατή με το εσωτερικό και το εξωτερικό αντιστρέφεται, μιας και ο θεατής (ηδονοβλεψίας) αντί να ενδιαφέρεται για το εσωτερικό (το οποίο κοιτάζει) προσπαθεί να ελέγξει το εξωτερικό του που αποτελεί με τη σειρά του το εσωτερικό του προσώπου-πίνακα
[1] Η σκοποφιλία, η εμμονή/τάση του οράν, ιδιαίτερα προς άλλο άτομο σαν αντικείμενο, γεννιέται στην παιδική ηλικία όταν το παιδί, ακίνητο και αδύναμο να ελέγξει τον κόσμο που το περιβάλλει, φαντάζεται την κυριαρχία του πάνω στο άλλο, δια μέσου του βλέμματος και της παρατήρησης. Στο πολιτισμό μας, περισσότερο από τις άλλες αισθήσεις το μάτι αντικειμενοποιεί και κυριαρχεί. Τοποθετεί μια απόσταση, και διατηρεί μια απόσταση. Το οράν είναι ένα σύστημα εξουσίας, το βλέμμα μετατρέπει το άλλο σε αντικείμενο και το κυριαρχεί.
“Ο 2001” , Mix technique on paper, 120x150 cm., Wooden-box 124x154x20cm, electric circuit with move detector, 3 electric lamps, 1 door-eye. The works in the interior (acrylic on paper 21x30 cm) are illuminated when the detector catch the moves of the spectators in front the box. The spectator has access to them through transparencies and the door-eye installed on the surface of the black and white painting.